Το φιάσκο της Ευρυζωνικότητας στις Ηνωμένες Πολιτείες
Αναρτήθηκε την 1η Νοεμβρίου 2005, στις 13:45 PM
Η επέκταση της ευρυζωνικότητας στις Ηνωμένες Πολιτείες καθυστερεί και σύμφωνα με τον Charles Ferguson (μελετητή του MIT) ο μικρός ρυθμός ανάπτυξης μπορεί να κοστίσει στην αμερικάνικη οικονομία μέχρι και ένα τρισεκατομμύριο δολάρια στα επόμενα 10 χρόνια.
Παρά το γεγονός το μέγεθος της χώρας σε σύγκριση με άλλες αποτελεί πρόκληση για την ανάπτυξη μεγάλης κλίμακας ευρυζωνικών υποδομών, υπάρχει το μεγάλο εμπόδιο του συστήματος τηλεφωνίας. Ο τηλεπικοινωνιακός νόμος του 1996 απαιτεί από τις τηλεφωνικές επιχειρήσεις να επιτρέψουν στους ευρυζωνικούς προμηθευτές να βασιστούν στα δίκτυά τους, αλλά συχνά οι επιχειρήσεις αυτές αρνούνται.
Επιπρόσθετα, υπάρχουν κανονισμοί καθώς και φόροι, τους οποίους οι νεοεισερχόμενοι προμηθευτές δεν είναι υποχρεωμένοι να ακολουθήσουν, σε αντίθεση με τις επιχειρήσεις που λειτουργούν στο χώρο για πολύ καιρό. Ένας τέτοιος κανόνας αναγκάζει τις εκκολαπτόμενες εταιρίες να συμβάλλουν στο κεφάλαιο καθολικών υπηρεσιών της ομοσπονδιακής κυβέρνησης για την παροχή τηλεφωνικής υπηρεσίας τόσο μέσα στις πόλεις όσο και στις αγροτικές περιοχές. Οι εκκολαπτόμενες επιχειρήσεις πρέπει επίσης να εξασφαλίσουν ότι οι γραμμές τους μπορούν επαρκώς να υποστηρίξουν τις κλήσεις έκτακτης ανάγκης και είναι ανοικτές στο νομικό έλεγχο από την επιβολή του νόμου.
Υπάρχει έλλειψη ομοσπονδιακής νομοθεσίας ικανής να αντιμετωπίσει τα πολλά συγχέοντα ζητήματα που συνδέονται με την ευρυζωνική τεχνολογία, και μερικοί αναλυτές θεωρούν ότι οι εκκολαπτόμενες τηλεπικοινωνίες επιβραδύνουν την ανάπτυξη της ευρυζωνικότητας με πρόθεμα την οικονομική επιρροή τους.
Ο Ferguson υποστηρίζει ότι οι εταιρείες αυτές πάσχουν από την έλλειψη διαχείρισης της υψηλής τεχνολογίας, ενώ η υπάρχουσα αμερικάνικη κυβέρνηση, σε αντίθεση με την προηγούμενη, έχει επιλέξει την πολιτική της μη-εμπλοκής, αφήνοντας την ευρυζωνικότητα στα χέρια των δυνάμεων αγοράς. Η πολιτική αυτή μετατοπίστηκε μέσα στη χρόνια που πέρασε με τον διορισμό του Kevin Martin ως υπεύθυνου του FCC. Ο Martin υποσχέθηκε να βάλει σε υψηλή προτεραιότητα την ευρυζωνικότητα και πρόσφατα κατέθεσε νόμο για να επιτρέψει στις επιχειρήσεις τηλεπικοινωνίας που λειτουργούν για πολύ καιρό στο χώρο να χρεώνουν τους προμηθευτές DSL με τιμές αγοράς.
Παρά το γεγονός το μέγεθος της χώρας σε σύγκριση με άλλες αποτελεί πρόκληση για την ανάπτυξη μεγάλης κλίμακας ευρυζωνικών υποδομών, υπάρχει το μεγάλο εμπόδιο του συστήματος τηλεφωνίας. Ο τηλεπικοινωνιακός νόμος του 1996 απαιτεί από τις τηλεφωνικές επιχειρήσεις να επιτρέψουν στους ευρυζωνικούς προμηθευτές να βασιστούν στα δίκτυά τους, αλλά συχνά οι επιχειρήσεις αυτές αρνούνται.
Επιπρόσθετα, υπάρχουν κανονισμοί καθώς και φόροι, τους οποίους οι νεοεισερχόμενοι προμηθευτές δεν είναι υποχρεωμένοι να ακολουθήσουν, σε αντίθεση με τις επιχειρήσεις που λειτουργούν στο χώρο για πολύ καιρό. Ένας τέτοιος κανόνας αναγκάζει τις εκκολαπτόμενες εταιρίες να συμβάλλουν στο κεφάλαιο καθολικών υπηρεσιών της ομοσπονδιακής κυβέρνησης για την παροχή τηλεφωνικής υπηρεσίας τόσο μέσα στις πόλεις όσο και στις αγροτικές περιοχές. Οι εκκολαπτόμενες επιχειρήσεις πρέπει επίσης να εξασφαλίσουν ότι οι γραμμές τους μπορούν επαρκώς να υποστηρίξουν τις κλήσεις έκτακτης ανάγκης και είναι ανοικτές στο νομικό έλεγχο από την επιβολή του νόμου.
Υπάρχει έλλειψη ομοσπονδιακής νομοθεσίας ικανής να αντιμετωπίσει τα πολλά συγχέοντα ζητήματα που συνδέονται με την ευρυζωνική τεχνολογία, και μερικοί αναλυτές θεωρούν ότι οι εκκολαπτόμενες τηλεπικοινωνίες επιβραδύνουν την ανάπτυξη της ευρυζωνικότητας με πρόθεμα την οικονομική επιρροή τους.
Ο Ferguson υποστηρίζει ότι οι εταιρείες αυτές πάσχουν από την έλλειψη διαχείρισης της υψηλής τεχνολογίας, ενώ η υπάρχουσα αμερικάνικη κυβέρνηση, σε αντίθεση με την προηγούμενη, έχει επιλέξει την πολιτική της μη-εμπλοκής, αφήνοντας την ευρυζωνικότητα στα χέρια των δυνάμεων αγοράς. Η πολιτική αυτή μετατοπίστηκε μέσα στη χρόνια που πέρασε με τον διορισμό του Kevin Martin ως υπεύθυνου του FCC. Ο Martin υποσχέθηκε να βάλει σε υψηλή προτεραιότητα την ευρυζωνικότητα και πρόσφατα κατέθεσε νόμο για να επιτρέψει στις επιχειρήσεις τηλεπικοινωνίας που λειτουργούν για πολύ καιρό στο χώρο να χρεώνουν τους προμηθευτές DSL με τιμές αγοράς.